χαστουκιά

χαστουκιά
η
βλ. χαστούκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαστουκιά — η, Ν χαστούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαστούκι + κατάλ. ιά (πρβλ. γροθ ιά, μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • χαστούκι — το, Ν 1. ισχυρό ράπισμα με την παλάμη, σκαμπίλι 2. μτφ. μεγάλη απογοήτευση ή μεγάλη αποτυχία («έφαγε πολλά χαστούκια στη ζωή του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαστουκίζω — χαστούκισα, χαστουκίστηκα, χαστουκισμένος, και χαστουκώνω χαστούκωσα, χαστουκώθηκα, χαστουκωμένος, δίνω χαστούκια, σφαλιαρίζω, ραπίζω: Τον χαστούκισε μπροστά σ όλο τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”